οζίτης

οζίτης
ο
(βιοχ.) συν. στον πληθ. οι οζίτες
μικτά ακεταλικά παράγωγα σακχάρων που προκύπτουν από την αντικατάσταση τού ατόμου υδρογόνου τού ημιακεταλικού υδροξυλίου με μία οργανική ρίζα, αλλ. γλυκοζίτες, οζίδες, οζίδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οζίδη — η (βιοχ.) ο οζίτης …   Dictionary of Greek

  • οζίδιο — το [όζος (Ι)] 1. ιατρ. περιγεγραμμένος υποστρόγγυλος, μάλλον σκληρός και ψηλαφητός σχηματισμός που εντοπίζεται στο χόριο ή στον υποδόριο ιστό 2. ανατ. ανατομικός οζιδιοειδής σχηματισμός σε διάφορα μέρη τού σώματος 3. (βιοχ.) ο οζίτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”